- χαρτοβασίλειο(ν)
- το презр, бюрократия, бюрократизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοβασίλειο — το, Ν 1. γραφειοκρατία 2. κράτος με γραφειοκρατική διοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βασίλειο. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοβασίλειον, μαρτυρείται από το 1885 στον Γ. Π. Κρέμο] … Dictionary of Greek
χαρτοβασίλειο — το το γραφειοκρατικό κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)